-
1 набить
-бью, -бьшь, προστκ. набей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.1. γεμίζω, πληρώ στουπώνω•набить подушку пухом γεμίζω το προσκέφαλο με πούπουλα•
чучело соломой γεμίζω το σκιάχτρο με άχυρα•
набить трубку табаком γεμίζω το τσιμπούκι με καπνό.
2. μπήγω, χτυπώ•набить гво3ды в стену χτυπώ καρφιά στον τοίχο•
набить сваи μπήγω πασσάλους.
3. βάζω, περνώ χτυπώντας•набить обручи на кадку περνώ στεφάνια στο καδί.
4. βλάπτω μέλος του σώματος με χτύπημα ή τριβή•набить плечо πληγιάζω τον ώμο με το τρίψιμο•
набить шишку на лбу κάνω καρούμπαλο στο μέτωπο•
пусть бга-ет, ноги забьт ας τρέχει, τα πόδια θα του πονέσουν.
5. πατώ, κάνω συνεκτικό•путь был набит ο δρόμος ήταν πατημένος.
6. τυπώνω σχέδια σε ύφασμα.7. σκοτώνω, φονεύω πολλούς, -ές, -ά•набить уток σκοτώνω πολλά παπιά.
|| ρίχνω, ραβδίζω(σε μεγάλη ποσότητα)•набить желудей с дуба ρίχνω κάτω πολλά βαλανίδια από τη βαλανιδιά.
8. σπάζω (πολλά)•набить посуды σπάζω πολλά σκεύη (ή πιατικά).
9. παρασύρω, ρίχνω•набить к берегу παρασέρνω στην ακτή.
10. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώεκφρ.набить кармам – φουσκώνω τη τσέπη χρήματα (πλουτίζω)•набить мошну – γεμίζω το πουγγί χρήματα (θησαυρίζω)•набить руку – εξασκούμαι, αποκτώ πείρα, τρίβομαι•набить себе цену – επιδείχνομαι•набить цену – αυξαίνω την τιμή, υπερτιμώ.1. γεμίζω, πληρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. επιζητώ, αναζητώ, επιδιώκω•на дружбу набить επιδιώκω τη φιλία με κάποιον.